- πόμπιμος
- -ον και πόμπιμος, -ίμα, -ον, Α [πομπή / πομπός]1. αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει, που οδηγεί κάποιον2. αυτός που αποστέλλει κάποιον3. αυτός που έχει συνοδευθεί, που έχει οδηγηθεί κάπου4. αυτός που έχει αποσταλεί κάπου5. αυτός με τον οποίο συνοδεύεται ή οδηγείται κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.